καθίησι

καθίησι
καθίημι
let fall
pres ind act 3rd sg
καθίημι
let fall
pres subj act 3rd sg (epic)
καθίημι
let fall
pres subj mp 2nd sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καθιμώ — καθιμῶ, άω (Α) 1. κατεβάζω κάποιον με σχοινί («καθιμᾷ αὐτὸν δήσας», Αριστοφ.) 2. (απλώς) κατεβάζω κάτι («τὸν τράχηλον ἂ καθιμήσας ἀνελκύσεις») 3. (κατά τον Ησύχ.) «καθιμᾷ καθίησι, χαλᾷ». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἱμῶ «ανασύρω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπερείδω — Α 1. επιφέρω κάτι με ορμή εναντίον κάποιου («[ὁ ἥλιος] πρὸς μὲν ἡμᾱς καθίησι δι ἀέρος θολεροῡ καὶ συνεπερείδοντος θερμότητα ταῑς ἀναθυμιάσεσι τρεφομένην», Πλούτ.) 2. καταφέρω κάτι εναντίον κάποιου («τῇ χειρὶ συνεφάψασθαι τοῡ ξίφους αὑτῷ καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”